Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συντέλεσμα
συντελεστής
συντελεστικός
συντελευτάω
συντελέω
συντελής
συντελικός
συντελίσκω
συντέμνω
συντερατεύομαι
συντερετίζω
συντερμονέω
συντέρμων
συντέρπομαι
συντεταγμένως
συντεταμένως
συντετελεσμένως
συντετηρημένως
συντετμημένως
συντετραίνω
σύντευξις
View word page
συντερετίζω
to whistle an accompaniment
ShortDef
to whistle an accompaniment
Debugging
Headword:
συντερετίζω
Headword (normalized):
συντερετίζω
Headword (normalized/stripped):
συντερετιζω
IDX:
85546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85547
Key:
Data
{'content': 'to whistle an accompaniment'}