Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συντελεσιουργία
συντέλεσις
συντέλεσμα
συντελεστής
συντελεστικός
συντελευτάω
συντελέω
συντελής
συντελικός
συντελίσκω
συντέμνω
συντερατεύομαι
συντερετίζω
συντερμονέω
συντέρμων
συντέρπομαι
συντεταγμένως
συντεταμένως
συντετελεσμένως
συντετηρημένως
συντετμημένως
View word page
συντέμνω
to cut in pieces: to cut down, cut short
ShortDef
to cut in pieces: to cut down, cut short
Debugging
Headword:
συντέμνω
Headword (normalized):
συντέμνω
Headword (normalized/stripped):
συντεμνω
IDX:
85544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85545
Key:
Data
{'content': 'to cut in pieces: to cut down, cut short'}