Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντελείωσις
συντελεσιουργία
συντέλεσις
συντέλεσμα
συντελεστής
συντελεστικός
συντελευτάω
συντελέω
συντελής
συντελικός
συντελίσκω
συντέμνω
συντερατεύομαι
συντερετίζω
συντερμονέω
συντέρμων
συντέρπομαι
συντεταγμένως
συντεταμένως
συντετελεσμένως
συντετηρημένως
View word page
συντελίσκω
transcribe, write over

ShortDef

transcribe, write over

Debugging

Headword:
συντελίσκω
Headword (normalized):
συντελίσκω
Headword (normalized/stripped):
συντελισκω
IDX:
85543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85544
Key:

Data

{'content': 'transcribe, write over'}