Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντελειόω
συντελείωσις
συντελεσιουργία
συντέλεσις
συντέλεσμα
συντελεστής
συντελεστικός
συντελευτάω
συντελέω
συντελής
συντελικός
συντελίσκω
συντέμνω
συντερατεύομαι
συντερετίζω
συντερμονέω
συντέρμων
συντέρπομαι
συντεταγμένως
συντεταμένως
συντετελεσμένως
View word page
συντελικός
belonging to

ShortDef

belonging to

Debugging

Headword:
συντελικός
Headword (normalized):
συντελικός
Headword (normalized/stripped):
συντελικος
IDX:
85542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85543
Key:

Data

{'content': 'belonging to'}