Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συντέλεια
συντελειόω
συντελείωσις
συντελεσιουργία
συντέλεσις
συντέλεσμα
συντελεστής
συντελεστικός
συντελευτάω
συντελέω
συντελής
συντελικός
συντελίσκω
συντέμνω
συντερατεύομαι
συντερετίζω
συντερμονέω
συντέρμων
συντέρπομαι
συντεταγμένως
συντεταμένως
View word page
συντελής
joining in payment, a contributor
ShortDef
joining in payment, a contributor
Debugging
Headword:
συντελής
Headword (normalized):
συντελής
Headword (normalized/stripped):
συντελης
IDX:
85541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85542
Key:
Data
{'content': 'joining in payment, a contributor'}