Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συντελέθω
συντέλεια
συντελειόω
συντελείωσις
συντελεσιουργία
συντέλεσις
συντέλεσμα
συντελεστής
συντελεστικός
συντελευτάω
συντελέω
συντελής
συντελικός
συντελίσκω
συντέμνω
συντερατεύομαι
συντερετίζω
συντερμονέω
συντέρμων
συντέρπομαι
συντεταγμένως
View word page
συντελέω
to bring quite to an end, complete, accomplish
ShortDef
to bring quite to an end, complete, accomplish
Debugging
Headword:
συντελέω
Headword (normalized):
συντελέω
Headword (normalized/stripped):
συντελεω
IDX:
85540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85541
Key:
Data
{'content': 'to bring quite to an end, complete, accomplish'}