Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συντεκταίνομαι
συντελέθω
συντέλεια
συντελειόω
συντελείωσις
συντελεσιουργία
συντέλεσις
συντέλεσμα
συντελεστής
συντελεστικός
συντελευτάω
συντελέω
συντελής
συντελικός
συντελίσκω
συντέμνω
συντερατεύομαι
συντερετίζω
συντερμονέω
συντέρμων
συντέρπομαι
View word page
συντελευτάω
die along with
ShortDef
die along with
Debugging
Headword:
συντελευτάω
Headword (normalized):
συντελευτάω
Headword (normalized/stripped):
συντελευταω
IDX:
85539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85540
Key:
Data
{'content': 'die along with'}