Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντεκνοποιέω
σύντεκνος
συντεκνόω
συντεκταίνομαι
συντελέθω
συντέλεια
συντελειόω
συντελείωσις
συντελεσιουργία
συντέλεσις
συντέλεσμα
συντελεστής
συντελεστικός
συντελευτάω
συντελέω
συντελής
συντελικός
συντελίσκω
συντέμνω
συντερατεύομαι
συντερετίζω
View word page
συντέλεσμα
joint contribution

ShortDef

joint contribution

Debugging

Headword:
συντέλεσμα
Headword (normalized):
συντέλεσμα
Headword (normalized/stripped):
συντελεσμα
IDX:
85536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85537
Key:

Data

{'content': 'joint contribution'}