Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συντεκμαίρομαι
συντεκνοποιέω
σύντεκνος
συντεκνόω
συντεκταίνομαι
συντελέθω
συντέλεια
συντελειόω
συντελείωσις
συντελεσιουργία
συντέλεσις
συντέλεσμα
συντελεστής
συντελεστικός
συντελευτάω
συντελέω
συντελής
συντελικός
συντελίσκω
συντέμνω
συντερατεύομαι
View word page
συντέλεσις
completion
ShortDef
completion
Debugging
Headword:
συντέλεσις
Headword (normalized):
συντέλεσις
Headword (normalized/stripped):
συντελεσις
IDX:
85535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85536
Key:
Data
{'content': 'completion'}