Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντειχίζω
συντεκμαίρομαι
συντεκνοποιέω
σύντεκνος
συντεκνόω
συντεκταίνομαι
συντελέθω
συντέλεια
συντελειόω
συντελείωσις
συντελεσιουργία
συντέλεσις
συντέλεσμα
συντελεστής
συντελεστικός
συντελευτάω
συντελέω
συντελής
συντελικός
συντελίσκω
συντέμνω
View word page
συντελεσιουργία
completion

ShortDef

completion

Debugging

Headword:
συντελεσιουργία
Headword (normalized):
συντελεσιουργία
Headword (normalized/stripped):
συντελεσιουργια
IDX:
85534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85535
Key:

Data

{'content': 'completion'}