Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνταχύνω
συντείνω
συντειχίζω
συντεκμαίρομαι
συντεκνοποιέω
σύντεκνος
συντεκνόω
συντεκταίνομαι
συντελέθω
συντέλεια
συντελειόω
συντελείωσις
συντελεσιουργία
συντέλεσις
συντέλεσμα
συντελεστής
συντελεστικός
συντελευτάω
συντελέω
συντελής
συντελικός
View word page
συντελειόω
complete
ShortDef
complete
Debugging
Headword:
συντελειόω
Headword (normalized):
συντελειόω
Headword (normalized/stripped):
συντελειοω
IDX:
85532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85533
Key:
Data
{'content': 'complete'}