Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνταυροτάφος
σύνταφος
συνταχύνω
συντείνω
συντειχίζω
συντεκμαίρομαι
συντεκνοποιέω
σύντεκνος
συντεκνόω
συντεκταίνομαι
συντελέθω
συντέλεια
συντελειόω
συντελείωσις
συντελεσιουργία
συντέλεσις
συντέλεσμα
συντελεστής
συντελεστικός
συντελευτάω
συντελέω
View word page
συντελέθω
to belong to
ShortDef
to belong to
Debugging
Headword:
συντελέθω
Headword (normalized):
συντελέθω
Headword (normalized/stripped):
συντελεθω
IDX:
85530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85531
Key:
Data
{'content': 'to belong to'}