Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντατικός
συνταυροτάφος
σύνταφος
συνταχύνω
συντείνω
συντειχίζω
συντεκμαίρομαι
συντεκνοποιέω
σύντεκνος
συντεκνόω
συντεκταίνομαι
συντελέθω
συντέλεια
συντελειόω
συντελείωσις
συντελεσιουργία
συντέλεσις
συντέλεσμα
συντελεστής
συντελεστικός
συντελευτάω
View word page
συντεκταίνομαι
help in constructing

ShortDef

help in constructing

Debugging

Headword:
συντεκταίνομαι
Headword (normalized):
συντεκταίνομαι
Headword (normalized/stripped):
συντεκταινομαι
IDX:
85529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85530
Key:

Data

{'content': 'help in constructing'}