Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συντατέον
συντατικός
συνταυροτάφος
σύνταφος
συνταχύνω
συντείνω
συντειχίζω
συντεκμαίρομαι
συντεκνοποιέω
σύντεκνος
συντεκνόω
συντεκταίνομαι
συντελέθω
συντέλεια
συντελειόω
συντελείωσις
συντελεσιουργία
συντέλεσις
συντέλεσμα
συντελεστής
συντελεστικός
View word page
συντεκνόω
breed
ShortDef
breed
Debugging
Headword:
συντεκνόω
Headword (normalized):
συντεκνόω
Headword (normalized/stripped):
συντεκνοω
IDX:
85528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85529
Key:
Data
{'content': 'breed'}