Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύντασις
συντάσσω
συντατέον
συντατικός
συνταυροτάφος
σύνταφος
συνταχύνω
συντείνω
συντειχίζω
συντεκμαίρομαι
συντεκνοποιέω
σύντεκνος
συντεκνόω
συντεκταίνομαι
συντελέθω
συντέλεια
συντελειόω
συντελείωσις
συντελεσιουργία
συντέλεσις
συντέλεσμα
View word page
συντεκνοποιέω
to breed children with

ShortDef

to breed children with

Debugging

Headword:
συντεκνοποιέω
Headword (normalized):
συντεκνοποιέω
Headword (normalized/stripped):
συντεκνοποιεω
IDX:
85526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85527
Key:

Data

{'content': 'to breed children with'}