Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνταρρόομαι
σύνταρρος
σύντασις
συντάσσω
συντατέον
συντατικός
συνταυροτάφος
σύνταφος
συνταχύνω
συντείνω
συντειχίζω
συντεκμαίρομαι
συντεκνοποιέω
σύντεκνος
συντεκνόω
συντεκταίνομαι
συντελέθω
συντέλεια
συντελειόω
συντελείωσις
συντελεσιουργία
View word page
συντειχίζω
to help to build a wall

ShortDef

to help to build a wall

Debugging

Headword:
συντειχίζω
Headword (normalized):
συντειχίζω
Headword (normalized/stripped):
συντειχιζω
IDX:
85524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85525
Key:

Data

{'content': 'to help to build a wall'}