Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνταράσσω
συνταργανόομαι
συνταρρόομαι
σύνταρρος
σύντασις
συντάσσω
συντατέον
συντατικός
συνταυροτάφος
σύνταφος
συνταχύνω
συντείνω
συντειχίζω
συντεκμαίρομαι
συντεκνοποιέω
σύντεκνος
συντεκνόω
συντεκταίνομαι
συντελέθω
συντέλεια
συντελειόω
View word page
συνταχύνω
to hurry on
ShortDef
to hurry on
Debugging
Headword:
συνταχύνω
Headword (normalized):
συνταχύνω
Headword (normalized/stripped):
συνταχυνω
IDX:
85522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85523
Key:
Data
{'content': 'to hurry on'}