Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σύνταξις
συνταπεινόομαι
συντάραξις
συνταράσσω
συνταργανόομαι
συνταρρόομαι
σύνταρρος
σύντασις
συντάσσω
συντατέον
συντατικός
συνταυροτάφος
σύνταφος
συνταχύνω
συντείνω
συντειχίζω
συντεκμαίρομαι
συντεκνοποιέω
σύντεκνος
συντεκνόω
συντεκταίνομαι
View word page
συντατικός
astringent
ShortDef
astringent
Debugging
Headword:
συντατικός
Headword (normalized):
συντατικός
Headword (normalized/stripped):
συντατικος
IDX:
85519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85520
Key:
Data
{'content': 'astringent'}