Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνταξιαρχία
σύνταξις
συνταπεινόομαι
συντάραξις
συνταράσσω
συνταργανόομαι
συνταρρόομαι
σύνταρρος
σύντασις
συντάσσω
συντατέον
συντατικός
συνταυροτάφος
σύνταφος
συνταχύνω
συντείνω
συντειχίζω
συντεκμαίρομαι
συντεκνοποιέω
σύντεκνος
συντεκνόω
View word page
συντατέον
one must strive earnestly

ShortDef

one must strive earnestly

Debugging

Headword:
συντατέον
Headword (normalized):
συντατέον
Headword (normalized/stripped):
συντατεον
IDX:
85518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85519
Key:

Data

{'content': 'one must strive earnestly'}