Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντανύω
συνταξιαρχία
σύνταξις
συνταπεινόομαι
συντάραξις
συνταράσσω
συνταργανόομαι
συνταρρόομαι
σύνταρρος
σύντασις
συντάσσω
συντατέον
συντατικός
συνταυροτάφος
σύνταφος
συνταχύνω
συντείνω
συντειχίζω
συντεκμαίρομαι
συντεκνοποιέω
σύντεκνος
View word page
συντάσσω
to put in order together

ShortDef

to put in order together

Debugging

Headword:
συντάσσω
Headword (normalized):
συντάσσω
Headword (normalized/stripped):
συντασσω
IDX:
85517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85518
Key:

Data

{'content': 'to put in order together'}