Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνταλαιπωρέω
συνταλαιπωρία
συνταλασιουργέω
συνταμίας
συντανύω
συνταξιαρχία
σύνταξις
συνταπεινόομαι
συντάραξις
συνταράσσω
συνταργανόομαι
συνταρρόομαι
σύνταρρος
σύντασις
συντάσσω
συντατέον
συντατικός
συνταυροτάφος
σύνταφος
συνταχύνω
συντείνω
View word page
συνταργανόομαι
to be wrapped up, entangled in

ShortDef

to be wrapped up, entangled in

Debugging

Headword:
συνταργανόομαι
Headword (normalized):
συνταργανόομαι
Headword (normalized/stripped):
συνταργανοομαι
IDX:
85513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85514
Key:

Data

{'content': 'to be wrapped up, entangled in'}