Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντακτός
συνταλαιπωρέω
συνταλαιπωρία
συνταλασιουργέω
συνταμίας
συντανύω
συνταξιαρχία
σύνταξις
συνταπεινόομαι
συντάραξις
συνταράσσω
συνταργανόομαι
συνταρρόομαι
σύνταρρος
σύντασις
συντάσσω
συντατέον
συντατικός
συνταυροτάφος
σύνταφος
συνταχύνω
View word page
συνταράσσω
to throw all together into confusion, to confound, disturb, trouble

ShortDef

to throw all together into confusion, to confound, disturb, trouble

Debugging

Headword:
συνταράσσω
Headword (normalized):
συνταράσσω
Headword (normalized/stripped):
συνταρασσω
IDX:
85512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85513
Key:

Data

{'content': 'to throw all together into confusion, to confound, disturb, trouble'}