Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντακτικός
συντακτός
συνταλαιπωρέω
συνταλαιπωρία
συνταλασιουργέω
συνταμίας
συντανύω
συνταξιαρχία
σύνταξις
συνταπεινόομαι
συντάραξις
συνταράσσω
συνταργανόομαι
συνταρρόομαι
σύνταρρος
σύντασις
συντάσσω
συντατέον
συντατικός
συνταυροτάφος
σύνταφος
View word page
συντάραξις
total disturbance

ShortDef

total disturbance

Debugging

Headword:
συντάραξις
Headword (normalized):
συντάραξις
Headword (normalized/stripped):
συνταραξις
IDX:
85511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85512
Key:

Data

{'content': 'total disturbance'}