Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντακτήριος
συντακτικός
συντακτός
συνταλαιπωρέω
συνταλαιπωρία
συνταλασιουργέω
συνταμίας
συντανύω
συνταξιαρχία
σύνταξις
συνταπεινόομαι
συντάραξις
συνταράσσω
συνταργανόομαι
συνταρρόομαι
σύνταρρος
σύντασις
συντάσσω
συντατέον
συντατικός
συνταυροτάφος
View word page
συνταπεινόομαι
to be lowered

ShortDef

to be lowered

Debugging

Headword:
συνταπεινόομαι
Headword (normalized):
συνταπεινόομαι
Headword (normalized/stripped):
συνταπεινοομαι
IDX:
85510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85511
Key:

Data

{'content': 'to be lowered'}