Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συντακής
συντακτέον
συντακτήρ
συντακτήριος
συντακτικός
συντακτός
συνταλαιπωρέω
συνταλαιπωρία
συνταλασιουργέω
συνταμίας
συντανύω
συνταξιαρχία
σύνταξις
συνταπεινόομαι
συντάραξις
συνταράσσω
συνταργανόομαι
συνταρρόομαι
σύνταρρος
σύντασις
συντάσσω
View word page
συντανύω
to stretch together

ShortDef

to stretch together

Debugging

Headword:
συντανύω
Headword (normalized):
συντανύω
Headword (normalized/stripped):
συντανυω
IDX:
85507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85508
Key:

Data

{'content': 'to stretch together'}