Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνταγματικός
συνταγματογράφος
συντακής
συντακτέον
συντακτήρ
συντακτήριος
συντακτικός
συντακτός
συνταλαιπωρέω
συνταλαιπωρία
συνταλασιουργέω
συνταμίας
συντανύω
συνταξιαρχία
σύνταξις
συνταπεινόομαι
συντάραξις
συνταράσσω
συνταργανόομαι
συνταρρόομαι
σύνταρρος
View word page
συνταλασιουργέω
work wool together

ShortDef

work wool together

Debugging

Headword:
συνταλασιουργέω
Headword (normalized):
συνταλασιουργέω
Headword (normalized/stripped):
συνταλασιουργεω
IDX:
85505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85506
Key:

Data

{'content': 'work wool together'}