Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σύνταγμα
συνταγματάρχης
συνταγματικός
συνταγματογράφος
συντακής
συντακτέον
συντακτήρ
συντακτήριος
συντακτικός
συντακτός
συνταλαιπωρέω
συνταλαιπωρία
συνταλασιουργέω
συνταμίας
συντανύω
συνταξιαρχία
σύνταξις
συνταπεινόομαι
συντάραξις
συνταράσσω
συνταργανόομαι
View word page
συνταλαιπωρέω
to endure hardships together, share in misery
ShortDef
to endure hardships together, share in misery
Debugging
Headword:
συνταλαιπωρέω
Headword (normalized):
συνταλαιπωρέω
Headword (normalized/stripped):
συνταλαιπωρεω
IDX:
85503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85504
Key:
Data
{'content': 'to endure hardships together, share in misery'}