Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνταγεύω
συνταγή
σύνταγμα
συνταγματάρχης
συνταγματικός
συνταγματογράφος
συντακής
συντακτέον
συντακτήρ
συντακτήριος
συντακτικός
συντακτός
συνταλαιπωρέω
συνταλαιπωρία
συνταλασιουργέω
συνταμίας
συντανύω
συνταξιαρχία
σύνταξις
συνταπεινόομαι
συντάραξις
View word page
συντακτικός
putting together, composing
ShortDef
putting together, composing
Debugging
Headword:
συντακτικός
Headword (normalized):
συντακτικός
Headword (normalized/stripped):
συντακτικος
IDX:
85501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85502
Key:
Data
{'content': 'putting together, composing'}