Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνοχηΐς
συνοχικός
συνοχμάζω
σύνοχος
συνοχυρόομαι
συνοψίζω
σύνοψις
συνοψοφαγέω
συνταγεύω
συνταγή
σύνταγμα
συνταγματάρχης
συνταγματικός
συνταγματογράφος
συντακής
συντακτέον
συντακτήρ
συντακτήριος
συντακτικός
συντακτός
συνταλαιπωρέω
View word page
σύνταγμα
that which is put together in order
ShortDef
that which is put together in order
Debugging
Headword:
σύνταγμα
Headword (normalized):
σύνταγμα
Headword (normalized/stripped):
συνταγμα
IDX:
85493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85494
Key:
Data
{'content': 'that which is put together in order'}