Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνοχή
συνοχηδόν
συνοχηΐς
συνοχικός
συνοχμάζω
σύνοχος
συνοχυρόομαι
συνοψίζω
σύνοψις
συνοψοφαγέω
συνταγεύω
συνταγή
σύνταγμα
συνταγματάρχης
συνταγματικός
συνταγματογράφος
συντακής
συντακτέον
συντακτήρ
συντακτήριος
συντακτικός
View word page
συνταγεύω
to be a fellow
ShortDef
to be a fellow
Debugging
Headword:
συνταγεύω
Headword (normalized):
συνταγεύω
Headword (normalized/stripped):
συνταγευω
IDX:
85491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85492
Key:
Data
{'content': 'to be a fellow'}