Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύνοφρυς
συνοφρύωμα
συνοχέομαι
συνοχεύς
συνοχή
συνοχηδόν
συνοχηΐς
συνοχικός
συνοχμάζω
σύνοχος
συνοχυρόομαι
συνοψίζω
σύνοψις
συνοψοφαγέω
συνταγεύω
συνταγή
σύνταγμα
συνταγματάρχης
συνταγματικός
συνταγματογράφος
συντακής
View word page
συνοχυρόομαι
to be firmly bound together

ShortDef

to be firmly bound together

Debugging

Headword:
συνοχυρόομαι
Headword (normalized):
συνοχυρόομαι
Headword (normalized/stripped):
συνοχυροομαι
IDX:
85487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85488
Key:

Data

{'content': 'to be firmly bound together'}