Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνοφείλω
συνοφρυόομαι
σύνοφρυς
συνοφρύωμα
συνοχέομαι
συνοχεύς
συνοχή
συνοχηδόν
συνοχηΐς
συνοχικός
συνοχμάζω
σύνοχος
συνοχυρόομαι
συνοψίζω
σύνοψις
συνοψοφαγέω
συνταγεύω
συνταγή
σύνταγμα
συνταγματάρχης
συνταγματικός
View word page
συνοχμάζω
bind together

ShortDef

bind together

Debugging

Headword:
συνοχμάζω
Headword (normalized):
συνοχμάζω
Headword (normalized/stripped):
συνοχμαζω
IDX:
85485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85486
Key:

Data

{'content': 'bind together'}