Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνουσιαστικός
συνουσιόομαι
συνουσίωσις
συνουτάομαι
συνοφείλω
συνοφρυόομαι
σύνοφρυς
συνοφρύωμα
συνοχέομαι
συνοχεύς
συνοχή
συνοχηδόν
συνοχηΐς
συνοχικός
συνοχμάζω
σύνοχος
συνοχυρόομαι
συνοψίζω
σύνοψις
συνοψοφαγέω
συνταγεύω
View word page
συνοχή
a being held together

ShortDef

a being held together

Debugging

Headword:
συνοχή
Headword (normalized):
συνοχή
Headword (normalized/stripped):
συνοχη
IDX:
85481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85482
Key:

Data

{'content': 'a being held together'}