Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνουσιάζω
συνουσιαστής
συνουσιαστικός
συνουσιόομαι
συνουσίωσις
συνουτάομαι
συνοφείλω
συνοφρυόομαι
σύνοφρυς
συνοφρύωμα
συνοχέομαι
συνοχεύς
συνοχή
συνοχηδόν
συνοχηΐς
συνοχικός
συνοχμάζω
σύνοχος
συνοχυρόομαι
συνοψίζω
σύνοψις
View word page
συνοχέομαι
to travel together in a chariot
ShortDef
to travel together in a chariot
Debugging
Headword:
συνοχέομαι
Headword (normalized):
συνοχέομαι
Headword (normalized/stripped):
συνοχεομαι
IDX:
85479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85480
Key:
Data
{'content': 'to travel together in a chariot'}