Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνουλόω
συνούλωσις
συνουλωτικός
συνουσία
συνουσιάζω
συνουσιαστής
συνουσιαστικός
συνουσιόομαι
συνουσίωσις
συνουτάομαι
συνοφείλω
συνοφρυόομαι
σύνοφρυς
συνοφρύωμα
συνοχέομαι
συνοχεύς
συνοχή
συνοχηδόν
συνοχηΐς
συνοχικός
συνοχμάζω
View word page
συνοφείλω
to be owed jointly

ShortDef

to be owed jointly

Debugging

Headword:
συνοφείλω
Headword (normalized):
συνοφείλω
Headword (normalized/stripped):
συνοφειλω
IDX:
85475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85476
Key:

Data

{'content': 'to be owed jointly'}