Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνοσφραίνω
συνοτρύνω
συνουετρανός
συνουλόω
συνούλωσις
συνουλωτικός
συνουσία
συνουσιάζω
συνουσιαστής
συνουσιαστικός
συνουσιόομαι
συνουσίωσις
συνουτάομαι
συνοφείλω
συνοφρυόομαι
σύνοφρυς
συνοφρύωμα
συνοχέομαι
συνοχεύς
συνοχή
συνοχηδόν
View word page
συνουσιόομαι
to be joined essentially with
ShortDef
to be joined essentially with
Debugging
Headword:
συνουσιόομαι
Headword (normalized):
συνουσιόομαι
Headword (normalized/stripped):
συνουσιοομαι
IDX:
85472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85473
Key:
Data
{'content': 'to be joined essentially with'}