Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνορφανιστής
συνορχέομαι
συνοσφραίνω
συνοτρύνω
συνουετρανός
συνουλόω
συνούλωσις
συνουλωτικός
συνουσία
συνουσιάζω
συνουσιαστής
συνουσιαστικός
συνουσιόομαι
συνουσίωσις
συνουτάομαι
συνοφείλω
συνοφρυόομαι
σύνοφρυς
συνοφρύωμα
συνοχέομαι
συνοχεύς
View word page
συνουσιαστής
a companion, disciple

ShortDef

a companion, disciple

Debugging

Headword:
συνουσιαστής
Headword (normalized):
συνουσιαστής
Headword (normalized/stripped):
συνουσιαστης
IDX:
85470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85471
Key:

Data

{'content': 'a companion, disciple'}