Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνορμίζω
συνόρνυμαι
σύνορος
συνορούω
συνοροφόω
συνορφανιστής
συνορχέομαι
συνοσφραίνω
συνοτρύνω
συνουετρανός
συνουλόω
συνούλωσις
συνουλωτικός
συνουσία
συνουσιάζω
συνουσιαστής
συνουσιαστικός
συνουσιόομαι
συνουσίωσις
συνουτάομαι
συνοφείλω
View word page
συνουλόω
cause to cicatrize completely
ShortDef
cause to cicatrize completely
Debugging
Headword:
συνουλόω
Headword (normalized):
συνουλόω
Headword (normalized/stripped):
συνουλοω
IDX:
85465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85466
Key:
Data
{'content': 'cause to cicatrize completely'}