Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύνορκος
συνορμάω
συνορμέω
συνορμίζω
συνόρνυμαι
σύνορος
συνορούω
συνοροφόω
συνορφανιστής
συνορχέομαι
συνοσφραίνω
συνοτρύνω
συνουετρανός
συνουλόω
συνούλωσις
συνουλωτικός
συνουσία
συνουσιάζω
συνουσιαστής
συνουσιαστικός
συνουσιόομαι
View word page
συνοσφραίνω
give to smell together

ShortDef

give to smell together

Debugging

Headword:
συνοσφραίνω
Headword (normalized):
συνοσφραίνω
Headword (normalized/stripped):
συνοσφραινω
IDX:
85462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85463
Key:

Data

{'content': 'give to smell together'}