Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνορίζω
συνορίνω
συνορκέω
σύνορκος
συνορμάω
συνορμέω
συνορμίζω
συνόρνυμαι
σύνορος
συνορούω
συνοροφόω
συνορφανιστής
συνορχέομαι
συνοσφραίνω
συνοτρύνω
συνουετρανός
συνουλόω
συνούλωσις
συνουλωτικός
συνουσία
συνουσιάζω
View word page
συνοροφόω
roof over

ShortDef

roof over

Debugging

Headword:
συνοροφόω
Headword (normalized):
συνοροφόω
Headword (normalized/stripped):
συνοροφοω
IDX:
85459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85460
Key:

Data

{'content': 'roof over'}