Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύνορθρος
συνορία
συνοριγνάομαι
συνορίζω
συνορίνω
συνορκέω
σύνορκος
συνορμάω
συνορμέω
συνορμίζω
συνόρνυμαι
σύνορος
συνορούω
συνοροφόω
συνορφανιστής
συνορχέομαι
συνοσφραίνω
συνοτρύνω
συνουετρανός
συνουλόω
συνούλωσις
View word page
συνόρνυμαι
to start

ShortDef

to start

Debugging

Headword:
συνόρνυμαι
Headword (normalized):
συνόρνυμαι
Headword (normalized/stripped):
συνορνυμαι
IDX:
85456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85457
Key:

Data

{'content': 'to start'}