Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνορθιάζω
συνορθόω
σύνορθρος
συνορία
συνοριγνάομαι
συνορίζω
συνορίνω
συνορκέω
σύνορκος
συνορμάω
συνορμέω
συνορμίζω
συνόρνυμαι
σύνορος
συνορούω
συνοροφόω
συνορφανιστής
συνορχέομαι
συνοσφραίνω
συνοτρύνω
συνουετρανός
View word page
συνορμέω
lie at anchor with

ShortDef

lie at anchor with

Debugging

Headword:
συνορμέω
Headword (normalized):
συνορμέω
Headword (normalized/stripped):
συνορμεω
IDX:
85454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85455
Key:

Data

{'content': 'lie at anchor with'}