Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνορέγομαι
συνορέω
συνορθιάζω
συνορθόω
σύνορθρος
συνορία
συνοριγνάομαι
συνορίζω
συνορίνω
συνορκέω
σύνορκος
συνορμάω
συνορμέω
συνορμίζω
συνόρνυμαι
σύνορος
συνορούω
συνοροφόω
συνορφανιστής
συνορχέομαι
συνοσφραίνω
View word page
σύνορκος
bound together by oath

ShortDef

bound together by oath

Debugging

Headword:
σύνορκος
Headword (normalized):
σύνορκος
Headword (normalized/stripped):
συνορκος
IDX:
85452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85453
Key:

Data

{'content': 'bound together by oath'}