Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνοργίζομαι
συνορέγομαι
συνορέω
συνορθιάζω
συνορθόω
σύνορθρος
συνορία
συνοριγνάομαι
συνορίζω
συνορίνω
συνορκέω
σύνορκος
συνορμάω
συνορμέω
συνορμίζω
συνόρνυμαι
σύνορος
συνορούω
συνοροφόω
συνορφανιστής
συνορχέομαι
View word page
συνορκέω
to be a sworn ally of

ShortDef

to be a sworn ally of

Debugging

Headword:
συνορκέω
Headword (normalized):
συνορκέω
Headword (normalized/stripped):
συνορκεω
IDX:
85451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85452
Key:

Data

{'content': 'to be a sworn ally of'}