Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνοργιάζω
συνοργίζομαι
συνορέγομαι
συνορέω
συνορθιάζω
συνορθόω
σύνορθρος
συνορία
συνοριγνάομαι
συνορίζω
συνορίνω
συνορκέω
σύνορκος
συνορμάω
συνορμέω
συνορμίζω
συνόρνυμαι
σύνορος
συνορούω
συνοροφόω
συνορφανιστής
View word page
συνορίνω
to rouse

ShortDef

to rouse

Debugging

Headword:
συνορίνω
Headword (normalized):
συνορίνω
Headword (normalized/stripped):
συνορινω
IDX:
85450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85451
Key:

Data

{'content': 'to rouse'}