Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνοράω
συνοργιάζω
συνοργίζομαι
συνορέγομαι
συνορέω
συνορθιάζω
συνορθόω
σύνορθρος
συνορία
συνοριγνάομαι
συνορίζω
συνορίνω
συνορκέω
σύνορκος
συνορμάω
συνορμέω
συνορμίζω
συνόρνυμαι
σύνορος
συνορούω
συνοροφόω
View word page
συνορίζω
bring together
ShortDef
bring together
Debugging
Headword:
συνορίζω
Headword (normalized):
συνορίζω
Headword (normalized/stripped):
συνοριζω
IDX:
85449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85450
Key:
Data
{'content': 'bring together'}