Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύνοπτρον
συνορατέον
συνορατικός
συνοράω
συνοργιάζω
συνοργίζομαι
συνορέγομαι
συνορέω
συνορθιάζω
συνορθόω
σύνορθρος
συνορία
συνοριγνάομαι
συνορίζω
συνορίνω
συνορκέω
σύνορκος
συνορμάω
συνορμέω
συνορμίζω
συνόρνυμαι
View word page
σύνορθρος
dawning along with

ShortDef

dawning along with

Debugging

Headword:
σύνορθρος
Headword (normalized):
σύνορθρος
Headword (normalized/stripped):
συνορθρος
IDX:
85446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85447
Key:

Data

{'content': 'dawning along with'}