Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνοπτέον
συνοπτικός
σύνοπτος
σύνοπτρον
συνορατέον
συνορατικός
συνοράω
συνοργιάζω
συνοργίζομαι
συνορέγομαι
συνορέω
συνορθιάζω
συνορθόω
σύνορθρος
συνορία
συνοριγνάομαι
συνορίζω
συνορίνω
συνορκέω
σύνορκος
συνορμάω
View word page
συνορέω
to be conterminous
ShortDef
to be conterminous
Debugging
Headword:
συνορέω
Headword (normalized):
συνορέω
Headword (normalized/stripped):
συνορεω
IDX:
85443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85444
Key:
Data
{'content': 'to be conterminous'}