Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνοπλοφορέω
συνοπτάω
συνοπτέον
συνοπτικός
σύνοπτος
σύνοπτρον
συνορατέον
συνορατικός
συνοράω
συνοργιάζω
συνοργίζομαι
συνορέγομαι
συνορέω
συνορθιάζω
συνορθόω
σύνορθρος
συνορία
συνοριγνάομαι
συνορίζω
συνορίνω
συνορκέω
View word page
συνοργίζομαι
to be angry together with
ShortDef
to be angry together with
Debugging
Headword:
συνοργίζομαι
Headword (normalized):
συνοργίζομαι
Headword (normalized/stripped):
συνοργιζομαι
IDX:
85441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85442
Key:
Data
{'content': 'to be angry together with'}