Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνοπλίζομαι
σύνοπλος
συνοπλοφορέω
συνοπτάω
συνοπτέον
συνοπτικός
σύνοπτος
σύνοπτρον
συνορατέον
συνορατικός
συνοράω
συνοργιάζω
συνοργίζομαι
συνορέγομαι
συνορέω
συνορθιάζω
συνορθόω
σύνορθρος
συνορία
συνοριγνάομαι
συνορίζω
View word page
συνοράω
to see together
ShortDef
to see together
Debugging
Headword:
συνοράω
Headword (normalized):
συνοράω
Headword (normalized/stripped):
συνοραω
IDX:
85439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-85440
Key:
Data
{'content': 'to see together'}